- οἰκοπεδικὸς
- οἰκοπεδ-ικὸς πῆχυς,A rectangle measuring 1 cubit ([etym.] πῆχυς) x 100 cubits, Mitteis Chr.31 v 9 (ii B. C.), PPar.15.42 (ii B. C.), POxy.669.9 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικοπεδικός — ή, ό (Α οἰκοπεδικός, ή, όν) [οικόπεδον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικόπεδο (α. «οικοπεδική διένεξη» β. οἰκοπεδικὸς πῆχυς» μονάδα μήκους) … Dictionary of Greek
περισταλτικός — ή, ό / περισταλτικός, ή, όν, ΝΑ [περιστέλλω] (κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά… … Dictionary of Greek